αλμεχτήρι
(ουσ. ουδ.)
αλμεχτήρ’
[almexˈtir]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φερτάκ., Φλογ.
αλμεχτσ̑ήρ’
[almexˈtʃir]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. ἀμελκτήρ = κάδος αρμέγματος (πβ. Ησύχ. Α 6955 «ἀρακτῆρα· ἀμελκτῆρα») και το παραγωγ. επίθμ. -ίον > -ι.