ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλμεχτήρι (ουσ. ουδ.) αλμεχτήρ’ [almexˈtir] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φερτάκ., Φλογ. αλμεχτσ̑ήρ’ [almexˈtʃir] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. ἀμελκτήρ = κάδος αρμέγματος (πβ. Ησύχ. Α 6955 «ἀρακτῆρα· ἀμελκτῆρα») και το παραγωγ. επίθμ. -ίον >.
Κάδος για το άρμεγμα ό.π.τ. : Άλμεγαν τα χτηνά και τα πρόγατα σο αλμεχτήρ' (Άρμεγαν τις αγελάδες και τα πρόβατα στην καρδάρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. σιτίλι, Πβ. πακράτσι