αλντατώ
(ρ.)
αλντατώ
[aldaˈto]
Σίλ.
αλτατ-τού
[altatˈtu]
Ουλαγ.
Αόρ.
αλντάτσ̑ησα
[alˈdatʃisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. aldatmak (αόρ. altattı) = εξαπατώ, ξεγελώ.