αλντατώ
(ρ.)
αλντατώ
[aldaˈto]
Σίλ.
αλτατ-τού
[altatˈtu]
Ουλαγ.
Αόρ.
αλντάτσ̑ησα
[alˈdatʃisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. aldatmak (αόρ. altattı) = εξαπατώ, ξεγελώ.
Εξαπατώ, ξεγελώ
ό.π.τ.
:
'γώ σ̑ήμερι αλντάτσ̑ησα πατισ̑αχιού την γκόρη
(Εγώ σήμερα εξαπάτησα την κόρη του βασιλιά)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Συνών.
γελώ :3, καλιγώνω :2, κομπώνω