ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλντατώ (ρ.) αλντατώ [aldaˈto] Σίλ. αλτατ-τού [altatˈtu] Ουλαγ. Αόρ. αλντάτσ̑ησα [alˈdatʃisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. aldatmak (αόρ. altattı) = εξαπατώ, ξεγελώ.
Εξαπατώ, ξεγελώ ό.π.τ. : 'γώ σ̑ήμερι αλντάτσ̑ησα πατισ̑αχιού την γκόρη (Εγώ σήμερα εξαπάτησα την κόρη του βασιλιά) Σίλ. -Dawk.JHS Συνών. γελώ, καλιγώνω, κομπώνω