αλουντίζω
(ρ.)
αλουνdίζου
[alunˈdizu]
Μισθ.
αλουνdώ
[alunˈdο]
Ανακ.
Αόρ.
αλούνd'σα
[aˈlundsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. alınmak (αόρ. alındı) = α) λαμβάνομαι β) κυριεύομαι γ) θίγομαι δ) διαλεκτ., για ζώο συλλαμβάνω και κυοφορώ, και το παραγωγ. επίθμ. %i-ίζω.
1. Για ζώο, είμαι σε γενετήσιο οργασμό
Μισθ.
:
Ήρτι 'ς του γιαυτό τ’ ν’ αλουνdίσ’
(Βρίσκεται σε γενετήσιο οργασμό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.