ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλουντίζω (ρ.) αλουνdίζου [alunˈdizu] Μισθ. αλουνdώ [alunˈdο] Ανακ. Αόρ. αλούνd'σα [aˈlundsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. alınmak (αόρ. alındı) = α) λαμβάνομαι β) κυριεύομαι γ) θίγομαι δ) διαλεκτ., για ζώο συλλαμβάνω και κυοφορώ, και το παραγωγ. επίθμ. %i-ίζω.
1. Για ζώο, είμαι σε γενετήσιο οργασμό Μισθ. : Ήρτι 'ς του γιαυτό τ’ ν’ αλουνdίσ’ (Βρίσκεται σε γενετήσιο οργασμό) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Για ζώο, συλλαμβάνω και κυοφορώ, καθίσταμαι έγκυος Ανακ. Πβ. γγαστρώνω, κακοψυχώ :1, φορτώνω