αλυκός
(επίθ.)
αλυκός
[aliˈkos]
Σινασσ., Φάρασ.
αλυκό
[aliˈko]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
αλ’κό
[alˈkο]
Αξ., Τροχ.
'λυκός
[liˈkos]
Φάρασ.
Πληθ.
αλ'κούγια
[alˈkuʝa]
Αξ.
Αρχ. επίθ. ἁλυκός = αυτός που περιέχει αλάτι. Ο τύπ. αλ'κό με συγκοπή του άτονου [i] και ο τύπ. 'λυκός με αποβ. του άτονου αρκτ. α-.
1. Αλμυρός
ό.π.τ.
:
Ντου φαΐ γένη πολύ αλυκό
(Το φαγητό έγινε πολύ αλμυρό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπαστουρμά δου γαμημένου αλυκό 'νι
(Ο παστουρμάς ο γαμημένος είναι αλμυρός)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
τσουτσούρι
2. Αλατισμένος
Μισθ.
:
Αλυκά σαρντέλις
(Αλατισμένες σαρδέλες, παστές σαρδέλες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου αλυκό ντου γάλα
(Το αλατισμένο γάλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αλ'κό ψάρι
(Παστό ψάρι)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
τουζλούς
β.
Και ως ως. στο ουδ. πληθ., τα παστά ψάρια
Σινασσ.
γ.
Kαι ως ουσ. στον πληθ., αλατισμένοι ξηροί καρποί
Αξ.
:
Γενν’μάτ ή ριβιγιού αλ'κούγια
(Σιταριού ή ρεβιθιού στραγάλια
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Θαλασσινός
Σινασσ.