ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλτούνι (ουσ. ουδ.) αλτούνι [alˈtuni] Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. αλτ͑ούνι [alˈtʰuni] Φάρασ. αλτι̂́ν [alˈtɯn] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. αλντούν [alˈdun] Μισθ. αλτούν [alˈtun] Τσαρικ. Από το τουρκ. oυσ. altın, όπου και διαλεκτ. τύπ. altun = α) χρυσός β) χρυσό νόμισμα.
1. Χρυσός ό.π.τ. : Ένdουνε το ποτάμι μο αλτούνι (Έγινε το ποτάμι (με) χρυσό) Φάρασ. -Cost. Εχ̇ισ̑κα 'να αλτι̂νιού βολόν' κι ικείνο λάχ'σα το qαϊτούρ' τον κώλο (Είχα ένα βελόνι από χρυσό και εκείνο το έμπηξα στον κώλο του γαϊδουριού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Άμμα τσ̑ι άλογο, τα ναλτσ̑άρια τ’ ασ' το ασ̑ήμ', τα γκέμια τ’ ασ' το αλτι̂́ν και το εγέρι τ’ ασ' το γατιφέ (Αλλά τι άλογο, τα πέταλά του από ασήμι, τα γκέμια του από χρυσάφι και το σαμάρι του από μετάξι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έχουμ' 'να αλτούν τόπ' (Έχουμε ένα χρυσό τόπι) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. φλουρί :2, χρυσάφι, χρυσός
2. Χρυσό νόμισμα, λίρα, φλουρί ό.π.τ. : Εικοσ̑άρ' αλτι̂́ν (Εικοσάρι νόμισμα, χρυσό νόμισμα αξίας 20 γροσίων) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το σπίτ' ούλο γίμωσέν ντο αλτούνια (Γέμισε όλο το σπίτι με χρυσά νομίσματα) Ουλαγ. -Dawk. Φόρτωσανε είκοσι καμηλού γομάρε αλτούνε (Φορτώσανε είκοσι καμηλών φορτία με χρυσά νομίσματα) Φάρασ. -Dawk. Οπ' ντουλάμπ' ξεβαίν̑ν̑ει ειζ άρτουπους μιτ' ένα τσ̑ουβάλ̑ι αλτούνια (Από το ντουλάπι βγαίνει ένας άνθρωπος με ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα) Σίλ. -Dawk. Είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους (Είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Εμείς 'ς τη ζωή μας αράdιζαμ’ λίρες, το αλτι̂́ν (Εμείς στη ζωή μας ψάχναμε λίρες, το χρυσό νόμισμα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. αλτούνι :2, φλουρί :1
3. Χρυσαφικό, χρυσό κόσμημα Σίλ., Φλογ. : Φόρεσες τ' αλτι̂́νια σ' (Φόρεσες τα χρυσά σου) Σίλ. -ΙΛΝΕ 812 Ούλα ρώκασ̑' τ' αλτούνια ράφτουμ' ντα, άλισσα τσ̑όχα, ούλα τα αλτούνια ράφτουμ' ντα απάνω (Όλα τα χρυσαφικά τα ράβουμε, κόκκινη τσόχα, όλα τα χρυσαφικά τα ράβουμε απάνω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. χρυσός
4. Προσφώνηση τρυφερότητας Μισθ. : Περστέρι μ', αλτούνι μ', έλα ψυχή μου, έλα (Περιστέρι μου, χρυσό μου, έλα ψυχή μου, έλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. γιαβρού
5. Ως επίθ., ξανθός Σίλ. : Ρυό αλτι̂́ν τόπια τέκνα (Δυο ξανθά παχουλά μωρά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. μπόζι, σαρής