μπόζι
(επίθ.)
μπόζ'
[boz]
Μισθ., Τροχ.
μπόζ̑'
[boʒ]
Ουλαγ.
μπόζι
[ˈbozi]
Φάρασ.
μπόζο
[ˈbozo]
Μισθ.
πόζι
[ˈpozi]
Αφσάρ., Φάρασ.
πόζο
[ˈpozo]
Μισθ., Σατ.
Αρσ.
πόζος
[ˈpozos]
Φάρασ.
Πληθ.
μπόζια
[ˈbozʝa]
Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. boz α) ανοιχτός καφετής, σταχτής β) για γη, χέρσος γ) διαλεκτ., ξανθός. Πβ. ποντ. πόζης.
1. Σταχτής, γκρι
ό.π.τ.
:
Βόι μπόζο
(Βόδι σταχτί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βόι ακ πόζο
(Βόδι άσπρο σταχτί, ανοιχτόχρωμο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πόζα θαμνία
(Σταχτιοί θάμνοι)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Ήρτε σα δύο φίδε ιράστα, ήdουνε α μαύρο, τσ̑ι αν μπόζ'
(Συνάντησε δυο φίδια, το ένα ήταν μαύρο και το άλλο γκρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Το χώμα του χωρού 'πέσου έν' 'λτινό […]· 'γνένdα στο ποτάμι ένιν πόζι
(Το χώμα του χωριού μέσα είναι κόκκινο […]· απέναντι στο ποτάμι είναι σταχτί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Α
Το χρώμα κειότουν σαν το στάχτη και για κείνο λέϊσκά τα Μπόζια
(Το χρώμα (του χώματος) ήταν σαν στάχτη, και γι' αυτό τα (χωράφια) τα έλεγαν τα Σταχτιά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Το κόμμα ήταν μπόζ’ χώμα, σαν κ̇ι̂νά ήταν
(Το χωράφι ήταν με σταχτί χώμα, σαν χέννα ήταν)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
β.
To αρσ. ως ουσ., το σταχτί βόδι
Φάρασ.
2. Για άνθρωπο, καστανόξανθος, ξανθός
Μισθ., Ουλαγ.
:
Μπόζ' σερνικό
(Ξανθός άνδρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Η λ. και ως τοπων.
Μισθ., Τροχ.
:
Καλά χώματα· το χρώμα κειότουν σαν το στάχτη και για κείνο λέισκα τα Μπόζια
(Καλά χώματα· το χρώμα ήταν σαν την στάχτη και γι’ αυτό τα έλεγαν Μπόζια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.