ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποζτουρντίζω (ρ.) ποζτουρντίζω [pozturˈdizo] Αφσάρ. ποζτουρντάγω [pozturˈdaɣo] Φάρασ. ποζτουρντάω [pozturˈdao] Φάρασ. Από τον αόρ. bozdurdu του τουρκ. ρ. bozdurmak = α) βάζω κάποιον να χαλάσει κάτι β) βάζω κάποιον να χαλάσει χαρτονόμισμα για να το κάνει ψιλά.
1. Βάζω κάποιον να χαλάσει κάτι
2. Βάζω κάποιον να χαλάσει χαρτονόμισμα για να το κάνει ψιλά ό.π.τ.