μπογυρντίζω
(ρ.)
μπöγϋρντΰζω
[bøʝyrˈdyzo]
Αξ.
Από τον αόρ. böğürdü του τουρκ. ρ. böğürmek= μουγκρίζω.
Μουγκανίζω
Συνών.
βρουκανίζω :1, βρυχώμαι