μπογυρντίζω
(ρ.)
μπöγϋρντΰζω
[bøʝyrˈdyzo]
Αξ.
μπογιουρτίζω
[boʝurˈtizo]
Μαλακ.
Από τον αόρ. böğürdü του τουρκ. ρ. böğürmek= μουγκρίζω.