ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογούλτημα (ουσ. ουδ.) μπογούλτημα [boˈɣultima] Μισθ. Από το ρ. μπογουλτίζω, όπου και τύπ. πογουλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πνιγμός από φυσικά αίτια Μισθ. : Χάην απ’ νταgιζιού ντου μπογούλτημα (Πέθανε από πνιγμό στην θάλασσα) Μισθ. -Κοτσαν.