μπογούλτημα
(ουσ. ουδ.)
μπογούλτημα
[boˈɣultima]
Μισθ.
Από το ρ. μπογουλτίζω, όπου και τύπ. πογουλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πνιγμός από φυσικά αίτια
Μισθ.
:
Χάην απ’ νταgιζιού ντου μπογούλτημα
(Πέθανε από πνιγμό στην θάλασσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.