μπογιατζής
(ουσ. αρσ.)
μπογιατζής
[boʝaˈdzis]
Μαλακ.
Πληθ.
μπογιατζήδοι
[boʝaˈdziði]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. μποϊαντζής (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. boyacı.
Βαφέας, μπογιατζής
ό.π.τ.