μποβιά
(ουσ. θηλ.)
μποβιά
[boˈvʝa]
Φάρασ.
Από το λατιν. bos (γεν. bovis) και το παραγωγ. επίθμ. -ιά, πβ. ιταλ. bovina= κοπριά και ν.ε. διαλεκτ. βοϊδιά = κοπριά. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. böğen, όπου και διαλεκτ. τύπ. böven = κοπριά αιγοπροβάτων (THADS, λ. böğen II, böven).