ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποβιά (ουσ. θηλ.) μποβιά [boˈvʝa] Φάρασ. Από το λατιν. bos (γεν. bovis) και το παραγωγ. επίθμ. -ιά, πβ. ιταλ. bovina= κοπριά και ν.ε. διαλεκτ. βοϊδιά = κοπριά. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. böğen, όπου και διαλεκτ. τύπ. böven = κοπριά αιγοπροβάτων (THADS, λ. böğen II, böven).
Κοπριά βοδιού ό.π.τ. Συνών. βουνιά :1