βουνιά
(ουσ. θηλ.)
βωνιά
[voˈɲa]
Ουλαγ., Φλογ.
βουνιά
[vuˈɲa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φερτάκ.
Από το νεότ. ουσ. βουνιά, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βοωνία (> βωνία > βουνιά). Πβ. το κοινό σβουνιά.
1. Κόπρανα βοδιού ή αγελάδας, σβουνιά
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Βαλιού βωνιά
(Βουβαλιού κοπριά˙ για χοντρούς και βραδυκίνητους ανθρώπους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ιννιά-Φά' ένα βαλιού βουνιά
(Εννιά-Φάε βουβαλιού σβουνιά˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "9")
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
μποβιά