ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουνιά (ουσ. θηλ.) βωνιά [voˈɲa] Ουλαγ., Φλογ. βουνιά [vuˈɲa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. βουνιά, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βοωνία (> βωνία > βουνιά). Πβ. το κοινό σβουνιά.
1. Κόπρανα βοδιού ή αγελάδας, σβουνιά ό.π.τ. : || Φρ. Βαλιού βωνιά (Βουβαλιού κοπριά˙ για χοντρούς και βραδυκίνητους ανθρώπους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ιννιά-Φά' ένα βαλιού βουνιά (Εννιά-Φάε βουβαλιού σβουνιά˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "9") Αραβαν. -Φωστ. Συνών. μποβιά
2. Κοπριά αποξηραμένη για προσάναμμα Ουλαγ. Συνών. κάψιμο :3