βούλα (II)
(ουσ. θηλ.)
βούλα
[ˈvula]
Αξ.
Από το ρ. βουλώ υποχωρητ. Πβ. ΙΛΝΕ, λ. βούλια.
Στον πληθ., μέρη που μένουν ακαλλιέργητα στο όργωμα κατά την στροφή του αλετριού