ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουλώ (ρ.) Παρατατ. βούλωνα [ʹvulona] Ποτάμ. Αόρ. βούλωσα [ˈvulosa] Τροχ. Παθ. βουλούμαι [vuˈlume] Δίλ. Από το μεσν. ρ. βουλίζω = βουλιάζω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ.
Βουλιάζω ό.π.τ. : Κάτω στη 'η βουλούνdαι (Βυθίζονται κάτω στην γη) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Το νερό απ’ το βουνό κατέβηκε στο χωριό και βούλωσεν το (To νερό κατέβηκε από το βουνό στο χωριό και το βούλιαξε) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Είσ̑ε ρέμα και βούλωνε τα χωράφια, τα σιτάρια και σκέπανέν τα ούλα το χώμα (Είχε ρέμα και βούλιαζε τα χωράφια, τα στάρια, και όλα τα σκέπαζε το χώμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. βουλιάζω, μπατίζω :1