ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βούρτσα (ουσ. θηλ.) βούρτσα [ˈvurtsa] Γούρδ. φούρτσ̑α [ˈfurtʃa] Μαλακ., Φάρασ. φίρτζα [ˈfirdza] Ανακ. Αρσ. φἰρτσ̑ης [ˈfirtʃis] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. βρούτζα και βούρτζα, πβ. και μεσν. ρ. βουρτσίζω (< λατιν. bruscia). Οι τύπ. φίρτσ̑ης και φούρτσ̑α αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. fırça = βούρτσα, όπου και διαλεκτ. τύπ. furça (βλ. και Tzitzilis 1987α: 33).
Βούρτσα ό.π.τ. : Κόνωσι λίτσικο σου φούρτσα τ' απάν', χτενίζ' δου μουστάκι τ', δου μουστάκι τ' από γκρίζου γένη μαύρο (Άδειασε λίγη (μπογιά) πάνω στην βούρτσα του, χτενίζει το μουστάκι του, το μουστάκι του από γκρίζο έγινε μαύρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.