βουτόκκα
(ουσ. θηλ.)
β'τόκκα
[vtoka]
Αφσάρ., Φκόσ.
Aπό το ουσ. βουτόκκο και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Βαρέλα
ό.π.τ.
:
Πιτενού β'τόκκα
(Βαρέλι από ξύλο πεύκου)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371