βραδινός
(επίθ.)
βραδινός
[vraðiˈnos]
Σινασσ., Φάρασ.
βραγινό
[vraʝiˈno]
Γούρδ.
βρα’ινού
[vraiˈnu]
Μισθ.
Από μεσν. επίθ. βραδινός, το οπ. από το ουσ. βραδύ/βράδυ και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Βραδινός
ό.π.τ.
:
Ας μω 'ς τα ιθενά να ποίκω ένα μούκα τα βραδινά τα έργατα
(Ας μπω στα ενδότερα να ασχοληθώ λίγο με τις βραδινές δουλειές)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Το βραδινό σου τ' όργο την ευίτσα μην τ' αφήν'
(Την βραδινή σου την δουλειά μην την αφήνεις για το πρωί˙ Δεν πρέπει να είμαστε αναβλητικοί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βραδιάτικος :1
2. Το ουδ. ως ουσ., το βραδινό φαγητό, δείπνο
Σινασσ.