ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραδινός (επίθ.) βραδινός [vraðiˈnos] Σινασσ., Φάρασ. βραγινό [vraʝiˈno] Γούρδ. βρα’ινού [vraiˈnu] Μισθ. Από μεσν. επίθ. βραδινός, το οπ. από το ουσ. βραδύ/βράδυ και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Βραδινός ό.π.τ. : Ας μω 'ς τα ιθενά να ποίκω ένα μούκα τα βραδινά τα έργατα (Ας μπω στα ενδότερα να ασχοληθώ λίγο με τις βραδινές δουλειές) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Το βραδινό σου τ' όργο την ευίτσα μην τ' αφήν' (Την βραδινή σου την δουλειά μην την αφήνεις για το πρωί˙ Δεν πρέπει να είμαστε αναβλητικοί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βραδιάτικος :1
2. Το ουδ. ως ουσ., το βραδινό φαγητό, δείπνο Σινασσ.