ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραζάνια (ουσ. ουδ.,πληθ.) βραζάνια [vraˈzaɲa] Σίλ. Από το ρ. βράζω και το παραγωγ. επίθμ. -άνι.
1. Μούστος που χρησιμοποιείται για πετιμέζι
β. Το βράσιμο του μούστου για πετιμέζι
2. Γλυκίσματα από πετιμέζι : Φτσ̑άνουμ' βραζάνια (Φτιάχνουμε γλυκίσματα από πετιμέζι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. λάπος, μπουλαμάτσι