βραζάνια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
βραζάνια
[vraˈzaɲa]
Σίλ.
Από το ρ. βράζω και το παραγωγ. επίθμ. -άνι.
1. Μούστος που χρησιμοποιείται για πετιμέζι
β.
Το βράσιμο του μούστου για πετιμέζι
2. Γλυκίσματα από πετιμέζι
:
Φτσ̑άνουμ' βραζάνια
(Φτιάχνουμε γλυκίσματα από πετιμέζι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
λάπος, μπουλαμάτσι