βρακοζώνι
(ουσ. ουδ.)
βρακοζώνι
[vrakoˈzoni]
Φκόσ.
βρακοζών'
[vrakoˈzon]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
βρακουζών'
[vrakuˈzon]
Μαλακ.
βρακοζώμ'
[vrakoˈzom]
Φλογ.
βροκοζώνι
[vrokoˈzoni]
Φάρασ.
βροκοζώμι
[vrokoˈzomi]
Ανακ., Φάρασ.
βρακιζών'
[vraciˈzon]
Μισθ.
βρακιζώμ'
[vraciˈzom]
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
Θηλ.
βρακοζώνα
[vrakoˈzona]
Σίλατ., Σινασσ.
Πληθ.
βρακοζώμια
[vrakozomɲa]
Ανακ.
βρουκοζώνα
[vrukoˈzona]
Αφσάρ.
Από το μεσν. ουσ. βρακοζώνι. Ο τύπ. βρακοζώνα νεότ. (Mackridge 2021: 21)
1. Zώνη που συγκρατεί το βρακί γύρω από την μέση
ό.π.τ.
:
Λητεύτα το ιτέρι μο το βρακοζώνι
(Έδεσα το αντερί με το βρακοζώνι)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
2. Μακρύ σώβρακο, σκελέα
Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Γράψε κι ένα βρακοζωνιού ξύλο, να περάσωμ' τη βρακοζώνα μ'
(Σημείωσε και ένα ξύλο βρακοζωνιού, για να περάσουμε την βρακοζώνα μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
'τουν έφτασαν 'ς ένα κουρφάς τόπος, κατέβασεν του βρακιζώμι τ' να χιωρήσουν τ' όργο τ'νε
(Όταν έφτασαν σ' ένα κρυφό μέρος, κατέβασε τα βρακιά του για να κάνουν την δουλειά τους επιτέλους)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Πάππο μ' Θεγός άνοιξεν τα βρακοζώμια τ'
(Ο παππούς μου ο Θεός άνοιξε τα βρακιά του˙ για δυνατή βροχή)
Σινασσ., Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
αντερί, Συνών.
βρακί