βραδυνιάζει
(ρ. απρόσ.)
βρα'υνιάζ'
[vraiˈɲaz]
Μισθ.
βρα’υνιανίσ̑κ'
[vraiɲaˈniʃk]
Μισθ.
βρε'υνιανίσκ'
[vreiɲaˈnisk]
Μισθ.
Αόρ.
βρα’υνιάσı
[vraiˈɲasi]
Μισθ.
Aπό το ρ. βραδύνω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιάζω.
Βραδυάζει, έρχεται το βράδυ
:
’τουν βρα’υνιάσ’, να παραμάσουμ’ τα πρόγατα
(Όταν βραδυάσει, θα μαζέψουμε τα πρόβατα)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Βρα'υνιάσι, ήρτα παράμα
(Βράδιασε, ήρθα, γύρισα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαγάτ ντεν είχα να ρανήσου τι σαγάτ 'νι, αν βρανιάσι, αχτσ̑ά μπουλανούχ μέρα
(Ρολόι δεν είχα να δω τι ώρα είναι, αν βράδυασε, έτσι ομιχλώδης μέρα, ενν. που ήταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Bρα’υνιανίσκ’ αψά ντου χειμό
(Βραδυάζει νωρίς το χειμώνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου σπίτ' γυριζιένdι, 'τουν βρα'υνιανίσ̑κ'
(Στο σπίτι γυρίζουν, όταν βραδυάζει)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
βραδιάζω, βραδύνει