ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραδυνιάζει (ρ. απρόσ.) βρα'υνιάζ' [vraiˈɲaz] Μισθ. βρα’υνιανίσ̑κ' [vraiɲaˈniʃk] Μισθ. βρε'υνιανίσκ' [vreiɲaˈnisk] Μισθ. Αόρ. βρα’υνιάσı [vraiˈɲasi] Μισθ. Aπό το ρ. βραδύνω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιάζω.
Βραδυάζει, έρχεται το βράδυ : ’τουν βρα’υνιάσ’, να παραμάσουμ’ τα πρόγατα (Όταν βραδυάσει, θα μαζέψουμε τα πρόβατα) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Βρα'υνιάσι, ήρτα παράμα (Βράδιασε, ήρθα, γύρισα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σαγάτ ντεν είχα να ρανήσου τι σαγάτ 'νι, αν βρανιάσι, αχτσ̑ά μπουλανούχ μέρα (Ρολόι δεν είχα να δω τι ώρα είναι, αν βράδυασε, έτσι ομιχλώδης μέρα, ενν. που ήταν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Bρα’υνιανίσκ’ αψά ντου χειμό (Βραδυάζει νωρίς το χειμώνα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σου σπίτ' γυριζιένdι, 'τουν βρα'υνιανίσ̑κ' (Στο σπίτι γυρίζουν, όταν βραδυάζει) Μισθ. -Φατ. Συνών. βραδιάζω, βραδύνει