ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βράζω (ρ.) βράζω [ˈvrazo] Αξ., Γούρδ., Φάρασ. βράζου [ˈvrazu] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Παρατατ. βράισ̑κα [ˈvraiʃka] Αραβ., Δίλ., Φλογ. βράσκα [ˈvraska] Φάρασ. βράιξα [ˈvraiksa] Μισθ. βράζεινα [ˈvrazina] Σίλ. Αόρ. έβρασα [ˈevrasa] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. Παθ. βραζιέμι [vraˈzʝemi] Μισθ. Μεταγν. ρ. βράζω (<αρχ. βράσσω).
1. Μτβ., βράζω κάτι ό.π.τ. : Βράζ̑'νε πιλέβια (Βράζουνε πιλάφια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εβρασά τα τ' αβγά (Τα έβρασα τα αβγά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντου πϋνdΰσ' βράζου ντoυ (Βράζω την κρέμα) Μισθ. -Φατ. Βράισ̑καμ' το, πίνισ̑κε το άρρωστο (Το βράζαμε (το χόρτο), έπινε ο άρρωστος) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Οι ναίτσις έβρασαν το κοτσ̑ί, έθηκάν τα να ξερώσει τσ̑αι να ποίκουνι το πλεούρι (Οι γυναίκες έβρασαν το στάρι, το έβαλαν να στεγνώσει και να φτιάξουν το πληγούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Μαάλ Τσ̑ερετσ̑ή βράιξαμ' οβγά (Την Κυριακή του Πάσχα βράζαμε αβγά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έβρασαμι τσ̑άι μας (Βράσαμε το τσάι μας) Μισθ. -Κωστ.Σ. Συνών. ζένω, καϊναττώ, χασεύω, χασλαντίζω
2. Αμτβ., βράζω ό.π.τ. : Φάημα βράζει (Το φαγητό βράζει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Έβρασε το νερό (Έβρασε το νερό) Φάρασ. -Dawk. Ντα φακούια έβρασαν (Οι φακές έβρασαν) Μισθ. -Κοτσαν. Ως αργά να βράσουν τα λιφίρια, πάλ' δεν ψήνουνdαι (Ακόμα κι αν βράσουν ως το βράδυ τα ρεβίθια, πάλι δεν μαγειρεύονται) Γούρδ. -Καράμπ. || Παροιμ. Ο μεός σα μη ζεσταθεί την άνοιξη, το σ̑ειμό το χαριένι τζ̑ο βράζει (Αν δεν ζεσταθεί το μυαλό το καλοκαίρι, το χειμώνα το καζάνι δεν βράζει˙ κατά το καλοκαίρι πρέπει κανείς να είναι προνοητικός και να κάνει προμήθειες για το χειμώνα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ζένω, καϊναντώ