βράζω
(ρ.)
βράζω
[ˈvrazo]
Αξ., Γούρδ., Φάρασ.
βράζου
[ˈvrazu]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Παρατατ.
βράισ̑κα
[ˈvraiʃka]
Αραβ., Δίλ., Φλογ.
βράσκα
[ˈvraska]
Φάρασ.
βράιξα
[ˈvraiksa]
Μισθ.
βράζεινα
[ˈvrazina]
Σίλ.
Αόρ.
έβρασα
[ˈevrasa]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Παθ.
βραζιέμι
[vraˈzʝemi]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. βράζω (<αρχ. βράσσω).
1. Μτβ., βράζω κάτι
ό.π.τ.
:
Βράζ̑'νε πιλέβια
(Βράζουνε πιλάφια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εβρασά τα τ' αβγά
(Τα έβρασα τα αβγά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντου πϋνdΰσ' βράζου ντoυ
(Βράζω την κρέμα)
Μισθ.
-Φατ.
Βράισ̑καμ' το, πίνισ̑κε το άρρωστο
(Το βράζαμε (το χόρτο), έπινε ο άρρωστος)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Οι ναίτσις έβρασαν το κοτσ̑ί, έθηκάν τα να ξερώσει τσ̑αι να ποίκουνι το πλεούρι
(Οι γυναίκες έβρασαν το στάρι, το έβαλαν να στεγνώσει και να φτιάξουν το πληγούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μαάλ Τσ̑ερετσ̑ή βράιξαμ' οβγά
(Την Κυριακή του Πάσχα βράζαμε αβγά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έβρασαμι τσ̑άι μας
(Βράσαμε το τσάι μας)
Μισθ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ζένω, καϊναττώ, χασεύω, χασλαντίζω
2. Αμτβ., βράζω
ό.π.τ.
:
Φάημα βράζει
(Το φαγητό βράζει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Έβρασε το νερό
(Έβρασε το νερό)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντα φακούια έβρασαν
(Οι φακές έβρασαν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ως αργά να βράσουν τα λιφίρια, πάλ' δεν ψήνουνdαι
(Ακόμα κι αν βράσουν ως το βράδυ τα ρεβίθια, πάλι δεν μαγειρεύονται)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Παροιμ.
Ο μεός σα μη ζεσταθεί την άνοιξη, το σ̑ειμό το χαριένι τζ̑ο βράζει
(Αν δεν ζεσταθεί το μυαλό το καλοκαίρι, το χειμώνα το καζάνι δεν βράζει˙ κατά το καλοκαίρι πρέπει κανείς να είναι προνοητικός και να κάνει προμήθειες για το χειμώνα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ζένω, καϊναντώ