ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊναντώ (ρ.) γκαϊναdού [gainaˈdu] Ουλαγ. γκαϊνατού [gaina'tu] Ουλαγ. γαϊναdώ [ɣainaˈdo] Σίλ. γαϊναΐζου [ɣainaˈizu] Μισθ. Αόρ. γαϊνάτ'σα [ɣaiˈnatsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kaynamak (αόρ. kaynadı) = βράζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaynamak.
Αμτβ., βράζω ό.π.τ. : Ντου νερό γαϊνάτ'σ̑ι (Το νερό έβρασε) Μισθ. -Μακρ. Συνών. βράζω, ζένω