καϊναντώ
(ρ.)
γκαϊναdού
[gainaˈdu]
Ουλαγ.
γκαϊνατού
[gaina'tu]
Ουλαγ.
γαϊναdώ
[ɣainaˈdo]
Σίλ.
γαϊναΐζου
[ɣainaˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
γαϊνάτ'σα
[ɣaiˈnatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kaynamak (αόρ. kaynadı) = βράζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaynamak.