καϊμές
(ουσ. αρσ.)
καϊμές
[kaiˈmes]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. καϊμές = επίσημο έγγραφο (Mackridge 2021: 76), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kayme = χαρτονόμισμα (παλαιότ. σημ. ‘επίσημο έγγραφο, επιστολή’).
Χαρτονόμισμα, λογαριασμός
Φλογ.