καϊμακλής
(επίθ.)
γαϊμαχλούς
[ɣaimaˈxlus]
Φάρασ.
χαϊμαχλούς
[xaimaˈxlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kaymaklı = με καϊμάκι.
Αυτός που έχει καϊμάκι, βουτυράτος, αφράτος, ή καϊμακλίδικος.