καιμόνο
(πρόθ.)
καιμόνο
[ceˈmono]
Αραβαν., Σίλατ.
κιμόνο
[ciˈmono]
Αξ., Τροχ., Φλογ.
κιμόνου
[ciˈmonu]
Μαλακ., Σίλ.
τσ̑ιμόνο
[tʃiˈmono]
Τροχ.
τσ̑ιμόνου
[tʃiˈmonu]
Μισθ., Τσαρικ.
κιμόνι
[ciˈmoni]
Σίλ.
κομόνο
[koˈmono]
Φάρασ., Φερτάκ.
κιμόν'
[ciˈmon]
Ουλαγ.
κιμό
[ciˈmo]
Ουλαγ.
Από την φρ. και μόνο, η οποία, μέσω χρήσεων με την σημ. ‘γι’ αυτό και μόνο’ κατέληξε να λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της αιτίας, του σκοπού ή της αναφοράς ‘λόγῳ’, ‘εξαιτίας’, ‘για’, πβ. Dawkins (1916: 609).
1. Μόνο
Σίλ.
:
Τούτους έσ̑ει πολλά παρά κι· για τἔνα γκαλαdζ̑ί κιμόνη ρώκι μιά λίρα
(Αυτός θα έχει πολλά λεφτά· για μιά κουβέντα μόνο έδωσε μιά λίρα)
Σίλ.
-Dawk.
Έσ̑ει ένα νοξάνι, ρέν ντα σωρείζ μι; Για τούτου κιμόνι ρέν ντου σκοτών̑-ν̑ει.
(Έχει μιά έλλειψη, δεν το βλέπεις; Γι’ αυτό μόνο δεν τον σκοτώνει)
Σίλ.
-Dawk.
2. Συνοδευόμενο από εμπρόθ. προσδ. με την πρόθ. από ή σπανιότερα για + αιτιατ., επιρρ. προσδ. της αιτίας
ό.π.τ.
:
Ασ' εσένα καιμόνο
(Εξαιτίας σου)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Απ' ετό κιμόνο
(Γι' αυτό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Απ' ατό κιμόνο γέλασα
(Γι' αυτό το λόγο γέλασα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ιτζού ντο έρημα ζ'ρο 'ναι γκαι απ' εκείνο κιμόν' ντεν ερόμιστε
(Εδώ ο ερχομός είναι δύσκολος και εξαιτίας αυτού δεν ερχόμαστε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ογώ για σε τσ̑ιμόνου πολλά ντάκρουϊα κώνουσα
(Εγώ εξαιτίας σου έχυσα πολλά δάκρυα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ισείς να φάτ' ντεν έχιτ', απ' το τί τσιμόνου ούλου μέρα γελάτ';
(Εσείς να φάτε δεν έχετε, για ποιο λόγο γελάτε όλη την ημέρα;)
-Καραλ.
Απ’ ιτσ̑αρώ ντο γιάρωμα κιμό τι ντε χάρτζεψαμ’
(Και τι δεν ξοδέψαμε εξαιτίας της θεραπείας του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Απ’ ετό καιμόνο ντεμ μπόρ'σε να πουλήσ̑’ τα ξ̑ύλα
(Εξαιτίας αυτού δεν μπόρσε να πουλήσει τα ξύλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Απ' εσέ κιμόνου
(Εξαιτίας σου)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Απ' ετό κομόνο
(Εξαιτίας αυτού)
Φάρασ., Φερτάκ.
-Ανδρ.
Φσ̑έγια ντε ζάισ̑καν· απ’ ετό κιμόνο νύχτα-μέρα παρακάλειναν το Χεό να τα ντώκ’ ένα φσ̑άχ’
(Δεν έκαναν παιδιά· γι’ αυτό παρακαλούσαν μέρα-νύχτα τον Θεό να τους δώσει ένα παιδί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Απ' εσέ κιμόνου
(Εξαιτίας σου)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Βασ̑ιλιός qîσqάν’σεν το βεζύρ’ με το ναίκα τ’, ασ’ το ποίκαν παιδί κιμόνο
(Ο βασιλιάς ζήλεψε τον βεζύρη και την γυναίκα του, επειδή έκαναν αρσενικό παιδί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εσύ ετό το κακό το 'παθες για τ' εμέν καιμόνο
(Εσύ αυτό το κακό το έπαθες εξαιτίας μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Απ’ εσέ κιμόν’ ντα κόνωσα ντα ντακρύα ντε λέιζονdαι
(Τα δάκρυα που έχυσα εξαιτίας σου δεν λέγονται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έχου λίου στεναχώρια απ’ ντου γαμπρό μ’ τσιμόνου
(Έχω λίγη στενοχώρια εξαιτίας του γαμπρού μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Και ’σ’ εκείνο τσ̑ιμόνο τα αραbάια παίνισ̑καν ντέκα ντέκα
(Και γι' αυτόν τον λόγο οι αραμπάδες πήγαιναν δέκα δέκα μαζί)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ασό qουρqούρ' κιμόνο πέφτει σο τουντούρ'
(Για την κοιλιά του και μόνο πέφτει στο ταντούρι˙ Τρώει από λαιμαργία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
’σ’ ένα ψύλλος κιμόνο κάφτ’ ένα γιοργάν’
(Για έναν ψύλλο καίει ένα πάπλωμα˙ η εμμονή με κάτι ασήμαντο μπορεί να οδηγήσει σε δυσανάλογες θυσίες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
–Το μάτι σ’ τ͑ις το ξέβαλεν; –Εγελφό μ’. –’σ’ εκείνο κιμόνο ’ναι μπαχ̑’κά βγαλμένο
(–Το μάτι ποιος σου το έβγαλε; –Ο αδελφός μου. –Γι’ αυτό είναι βαθιά βγαλμένο· οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι μπορούν να μας κάνουν το μεγαλύτερο κακό˙ οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι μπορούν να μας κάνουν το μεγαλύτερο κακό)
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
άκρα, από, για
3. Συνοδευόμενο από τις προθ. από ή σπανιότερα για + αιτιατ., εισάγει ερωτηματικές προτάσεις, γιατί, για ποιο λόγο
Αξ., Τσαρικ.
:
Ισείς να φάτ' ντεν έχιτ', απ' το τι τσιμόνου ούλου μέρα γελάτ'
(Εσείς δεν έχετε να φάτε, για ποιο λόγο γελάτε όλη μέρα;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Άμ’ τα μεγάλα μας είπαν: «Aς πάμ’ Κηρήτ’», ’σ’ ’ον τι κιμόνο ντεν ξεύρω
(Όμως οι μεγάλοι μας είπαν: «Aς πάμε στην Κρήτη», δεν ξέρω γιατί)
Αξ.
-Παυλίδ.
Συνών.
αματί, γιατί, γιάντα, νάτσι, σοτίπως
4. Συνοδευόμενο από τις προθ. από ή σπανιότερα για + αιτιατ., επιρρ. προσδ. που δηλώνει για χάρη ή ωφέλεια τίνος γίνεται η ενέργεια που δηλώνει το ρ.
Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ.
:
'γώ μποσάνησα ρυό 'εναίκες για τσ̑η μάνα μου κιμόνου
(Εγώ χώρησα δυό γυναίκες εξαιτίας της μάνας μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Για σεν καιμόνο ήρτα
(Για σένα ήρθα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ντου κορίτσ’ ανgλάτ'σαν ντου, λέ': «Απ’ εμέ τσιμόνου ήρτις αλλά ντα ντάβια να σι κουρτίσ’νει»
(Το κορίτσι τον κατάλαβε, λέει: «Για χάρη μου ήρθες αλλά οι δράκοι θα σε κάνουν μιά χαψιά»)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ντο κορίτσ̑’ μπασλάτ’σ̑ε να κλάψ’: «Εγώ απ’ εσέ κιμόν’ ήρτα, γκι ισύ χάες μι;»
(Το κορίτσι άρχισε να κλαίει: «Εγώ για χάρη σου ήρθα κι εσύ πέθανες;»)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αν κρέψεις γκαι απ’ τα öλΰγια κιμόν’ να ψέλνει, να ντέκεις πάλ’ παράγια, να ντα γιαζντήσ’ ντο κϋτΰκ
(Αν θέλεις να διαβάσει (ευχές) και για τους πεθαμένους (ο παπάς), να δώσεις πάλι χρήματα να τους γράψει στο κατάστιχο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντα μπαbούτσια ντίνομ’ ντα ντο ψυή τ’ κιμόν’
(Τα παπούτσια (του νεκρού) τα χαρίζουμε για την ψυχή του)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εγώ εγιώ 'ζ βουνιού κολφή ετούτα τα πρόβατα ’σ’ εσέ κιμόνο ντεν ντα φυλέκνω
(Εγώ εδώ στην κορφή του βουνού αυτά τα πρόβατα δεν τα φυλάω για χάρη σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το γαϊdούρ’ τσαλîστî́ζ̑’ ’σ’ τ’ άλογο κιμόνου
(Το γαϊδούρι δουλεύει για το άλογο˙ ο αδύναμος κοπιάζει προς όφελος του ισχυρού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
για
5. Συνοδευόμενο από τις προθ. από ή σπανιότερα για + αιτιατ., προσδιορισμός της αναφοράς
Αξ.
:
’σ’ ετό κιμόνο ’τον το ρώτ’σαν, «εκείνο πέχιανεν», είπεν ντον
(Όταν τον ρώτησαν για εκείνον, τους είπε: «Εκείνος πέθανε»)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ταυρά, παίν’ ζ’ βασ̑ιλιού το γονάχ’, αζ ναίκα τ’ κιμόν σ̑άν’ 'ς το βασιλιό σ̑ικιαγιέτ
(Τραβάει, πάει στου βασιλιά το παλάτι, κάνει παράπονο για την γυναίκα του στον βασιλιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
για