ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιατί (σύνδ.) γιατί [ʝaˈti] Ανακ., Αξ., Ποτάμ. γιατ͑ί [ʝaˈtʰi] Αξ. γιατσ̑ί [ʝaˈtʃi] Αραβαν., Γούρδ. γιάτι [ˈʝati] Φλογ. γιάτ' [ʝat] Φλογ. γιαΐ [ʝaˈi] Καρατζάβ., Μισθ., Τσαρικ. γιάι [ˈʝai] Μισθ. για [ʝa] Μισθ. 'ατί [aˈti] Αξ., Ουλαγ. Μεσν. ερωτηματικός και αιτιολογικός σύνδ. γιατί, από μεσν. διατί από συνεκφ. του αρχ. διὰ τί. Για την φρ. Γιατσ̑ί μ' αμ πεις / 'ατί μ' ομ πεις πβ. την τουρκ. niçin mi dersen = γιατί άραγε λες.
1. Ερωτηματικός σύνδεσμος που εισάγει ευθείες ερωτήσεις μερική άγνοιας, γιατί ό.π.τ. : Εσ̑ύ γιατσ̑ί ήρτες ερού; (Εσύ γιατί ήρθες εδώ; ) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Το σόνdυλό σ' γιάτ' 'ναι παχύ; (Ο λαιμός σου γιατί είναι χοντρός;) Φλογ. -ΙΛΝΕ Γιαΐ να μι σκοτώσεις; (Γιατί να με σκοτώσεις;) Μισθ. -ΙΛΝΕ Ατό γιαΐ γκαλαdζεύ' 'σόνι τα καλά τα μισ̑ώτικα; (Αυτός γιατί μιλά τόσο καλά τα μιστιώτικα;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'ατί ντϋσ̑ϋνdάς; (Γιατί είσαι σκεφτικός;) Ουλαγ. -Dawk. Γιάτι 'ν ανοίγεις; (Γιατί δεν ανοίγεις;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γιαλανdζ̑ή γιαΐ μι κούμbουις (Ψεύτη, γιατί με γέλασες;) Τσαρικ. -Καραλ. || Παροιμ. Ντέ σ' εσπείραμ'· γιατσ̑ί φύτρωσες; (Δεν σε σπείραμε· γιατί φύτρωσες;˙ για ενοχλητικούς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αματί :1, γιάντα, νάτσι, σοτίπως :1
2. Αιτιολογικός σύνδεσμος, που εισάγει αιτιολογική πρόταση, γιατί, επειδή ό.π.τ. : Ντόξα σ' Κερεός να λες νταϊμά, γιατσ̑ί είνdαι και τα μπετέρια (Δόξα σοι ο Κύριος να λες πάντα, γιατί υπάρχουν και τα χειρότερα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Απ' εκού γκοβαλάτ'σ̑αν ντo, 'ατί μ' ομ πεις καλό κανείς ντέν 'τον (Από κει τον έδιωξαν, επειδή δεν ήταν καλός άνθρωπος) Ουλαγ. -Κεσ. Γιατσ̑ί μ' αμ πεις (Γιατί μήπως αν πεις˙ διότι, επειδή, ) Αραβαν. 'ατί μ' ομ πεις (Γιατί μήπως αν πεις˙ το ίδιο) Ουλαγ. Σ̑ήμερ' ντεν ήρταμ', γιατσ̑ί μ' αμ πεις βρέχνισ̑κε Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αματί :2, αν, από :1, επειδή, τσούνκι