γιατί
(σύνδ.)
γιατί
[ʝaˈti]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ.
γιατ͑ί
[ʝaˈtʰi]
Αξ.
γιατσ̑ί
[ʝaˈtʃi]
Αραβαν., Γούρδ.
γιάτι
[ˈʝati]
Φλογ.
γιάτ'
[ʝat]
Φλογ.
γιαΐ
[ʝaˈi]
Καρατζάβ., Μισθ., Τσαρικ.
γιάι
[ˈʝai]
Μισθ.
για
[ʝa]
Μισθ.
'ατί
[aˈti]
Αξ., Ουλαγ.
Μεσν. ερωτηματικός και αιτιολογικός σύνδ. γιατί, από μεσν. διατί από συνεκφ. του αρχ. διὰ τί. Για την φρ. Γιατσ̑ί μ' αμ πεις / 'ατί μ' ομ πεις πβ. την τουρκ. niçin mi dersen = γιατί άραγε λες.
1. Ερωτηματικός σύνδεσμος που εισάγει ευθείες ερωτήσεις μερική άγνοιας, γιατί
ό.π.τ.
:
Εσ̑ύ γιατσ̑ί ήρτες ερού;
(Εσύ γιατί ήρθες εδώ; )
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Το σόνdυλό σ' γιάτ' 'ναι παχύ;
(Ο λαιμός σου γιατί είναι χοντρός;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Γιαΐ να μι σκοτώσεις;
(Γιατί να με σκοτώσεις;)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Ατό γιαΐ γκαλαdζεύ' 'σόνι τα καλά τα μισ̑ώτικα;
(Αυτός γιατί μιλά τόσο καλά τα μιστιώτικα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ατί ντϋσ̑ϋνdάς;
(Γιατί είσαι σκεφτικός;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Γιάτι 'ν ανοίγεις;
(Γιατί δεν ανοίγεις;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γιαλανdζ̑ή γιαΐ μι κούμbουις
(Ψεύτη, γιατί με γέλασες;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Παροιμ.
Ντέ σ' εσπείραμ'· γιατσ̑ί φύτρωσες;
(Δεν σε σπείραμε· γιατί φύτρωσες;˙ για ενοχλητικούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αματί :1, γιάντα, νάτσι, σοτίπως :1
2. Αιτιολογικός σύνδεσμος, που εισάγει αιτιολογική πρόταση, γιατί, επειδή
ό.π.τ.
:
Ντόξα σ' Κερεός να λες νταϊμά, γιατσ̑ί είνdαι και τα μπετέρια
(Δόξα σοι ο Κύριος να λες πάντα, γιατί υπάρχουν και τα χειρότερα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Απ' εκού γκοβαλάτ'σ̑αν ντo, 'ατί μ' ομ πεις καλό κανείς ντέν 'τον
(Από κει τον έδιωξαν, επειδή δεν ήταν καλός άνθρωπος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γιατσ̑ί μ' αμ πεις
(Γιατί μήπως αν πεις˙ διότι, επειδή, )
Αραβαν.
'ατί μ' ομ πεις
(Γιατί μήπως αν πεις˙ το ίδιο)
Ουλαγ.
Σ̑ήμερ' ντεν ήρταμ', γιατσ̑ί μ' αμ πεις βρέχνισ̑κε
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αματί :2, αν, από :1, επειδή, τσούνκι