γιάσι
(ουσ. ουδ.)
γιάσι
[ˈʝasi]
Φάρασ.
γιάσ'
[ʝas]
Ουλαγ.
γιάζ'
[ʝaz]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yas = πένθος.
Πένθος
ό.π.τ.
:
'εμώθ' η πόλη μας γιάσι τζαι κουαψέματα
(Γέμισε η πόλη μας πένθος και κλάματα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.