γιασεφέτι
(ουσ. ουδ.)
γιασεφέτι
[ʝaseˈfeti]
Σινασσ.
Από την τουρκ. φρ. esef etti = στενοχωρήθηκε, μετάνιωσε, με υποχωρητ. αφομ. και με επίδρ. του τουρκ. ουσ. kasavet = στενοχώρια, λύπη.