ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασακτσής (ουσ. αρσ.) γιασαχτζ̑ής [ʝasaxˈdʒis] Φλογ. %iΠληθ.%i γιασαχτζ̑ήδε [ʝasaxˈdʒiðe] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. γιασακτσής (πβ. Ἀναν. Ἀντιπ. 3.270 «Ὁ δὲ ἀγὰς ἰδίως τὸν γιασακτσὴ ἐφώναξε, τὸν ἐρωτᾶ κρυφίως»), το οπ. από το τουρκ. yasakçı = φύλακας, όπου και διαλεκτ. τύπ. yasahçı.
Φύλακας : Μπαίν' στο καστρού θύρα και εgεί τα φυλάγνουν γιασαχτζ̑ήδε (Μπαίνει στην είσοδο του κάστρου και εκεί την φυλάσσουν φύλακες) Φλογ. -Dawk. Συνών. καβάσης, μπεκτσής, φυλακάρης