γιασακτσής
(ουσ. αρσ.)
γιασαχτζ̑ής
[ʝasaxˈdʒis]
Φλογ.
%iΠληθ.%i γιασαχτζ̑ήδε
[ʝasaxˈdʒiðe]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. γιασακτσής (πβ. Ἀναν. Ἀντιπ. 3.270 «Ὁ δὲ ἀγὰς ἰδίως τὸν γιασακτσὴ ἐφώναξε, τὸν ἐρωτᾶ κρυφίως»), το οπ. από το τουρκ. yasakçı = φύλακας, όπου και διαλεκτ. τύπ. yasahçı.