γιαρντιμλατίζω
(ρ.)
γιαρντιμλατίζου
[ʝardimlaˈtizu]
Φάρασ.
γιαρντιμλατώου
[ʝardimlaˈtou]
Φάρασ.
Από το ουσ. γιαρντίμι και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.