γιαρί γιολού
(ουσ.)
γιαργιόλ
[ʝaˈrʝol]
Ουλαγ.
γιαρί γιολού
[ʝaˈri ʝoˈlu]
Σίλ.
Από τα τουρκ. ουσ. yarı = μισός και yol = δρόμος, πβ. την τουρκ. φρ. yarı yolda = καθ' οδόν, στα μισά του δρόμου.
Μεσοδρομίς, τα μισά του δρόμου
:
Ιτό πήγε ντο γιαργιόλ
(Αυτός έκανε την μισή διαδρομή)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ως γιαρί γιολού νά’ ν̑ι πέτρα χαγιά, ως πορπατά να κονdυλεύει
(Μέχρι τα μισά της καμάρας να είναι πέτρες και χαλίκια,να περπατά και να σκοντάφτει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
|| Ασμ.
Ουζατ-τά τσ̑η ως γιαρί γιολού, νους τσ̑ης έρσ̑ιτι 'ς κεφάλιν τσ̑ης
(Την κρεμάει ως τα μισά του δρόμου, έρχεται στα σύγκαλά της)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.