ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαρί γιολού (ουσ.) γιαργιόλ [ʝaˈrʝol] Ουλαγ. γιαρί γιολού [ʝaˈri ʝoˈlu] Σίλ. Από τα τουρκ. ουσ. yarı = μισός και yol = δρόμος, πβ. την τουρκ. φρ. yarı yolda = καθ' οδόν, στα μισά του δρόμου.
Μεσοδρομίς, τα μισά του δρόμου : Ιτό πήγε ντο γιαργιόλ (Αυτός έκανε την μισή διαδρομή) Ουλαγ. -Dawk. Ως γιαρί γιολού νά’ ν̑ι πέτρα χαγιά, ως πορπατά να κονdυλεύει (Μέχρι τα μισά της καμάρας να είναι πέτρες και χαλίκια,να περπατά και να σκοντάφτει) Σίλ. -ΚΜΣ-CD || Ασμ. Ουζατ-τά τσ̑η ως γιαρί γιολού, νους τσ̑ης έρσ̑ιτι 'ς κεφάλιν τσ̑ης (Την κρεμάει ως τα μισά του δρόμου, έρχεται στα σύγκαλά της) Σίλ. -Κωστ.Σ.