ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαράς (ουσ. αρσ.) γιαράς [ʝaˈras] Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ. γιαρά [ʝaˈra] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ. γεράς [ʝeˈras] Σίλ. γερά [ʝeˈra] Ποτάμ. Πληθ. γιαράδες [ʝaˈraðes] Μισθ. γιαράδια [ʝaˈraðʝa] Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. γιαράγια [ʝaˈraʝa] Αξ. γιαράια [ʝaˈraia] Μισθ. γιαράα [ʝaˈraa] Μισθ. Νεότ. ουσ. γιαράς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. yara = πληγή.
1. Πληγή, τραύμα ό.π.τ. : Το κεφάλ' γιόμ' γιαράγια (Το κεφάλι του είναι γεμάτο πληγές) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τι γιαράδια 'νdαι το έχ' το κορίτσ̑ι; (Τι πληγέςε ίναι αυτές που έχει το κορίτσι;) Φλογ. -ΙΛΝΕ Xέκι ντιαρμάν' σου γιαράς (Βάλε αλοιφή στην πληγή ) Μισθ. -Κοτσαν. Απ' ντου φτείρ' τύρπ'σι ντου σώμα μας ούλου· ποίκι ντου γιαράα (Aπ' την ψείρα τρύπησε το σώμα μας όλο· το έκανε πληγές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γιαρά τζίζτσισίν τα (Έξυσε την πληγή) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Κακός γιαράς (Kακό σπυρί˙ η ασθένεια του άνθρακα) Μισθ. -Κωστ.Μ. κ͑οτί γιαρά (Kακή πληγή, πβ. τουρκ. kötü yara = κακή πληγή˙ το ίδιο) -Κωστ.Α. Να σε φάει το κ͑οτί γιαρά (Nα σε φάει το κακό σπυρί˙ Ως κατάρα, να πεθάνεις από άνθρακα) -Κωστ.Α. Μη ξύνεις γιαράϊα (Μην ξύνεις πληγές˙ μην υπενθυμίζεις δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος) Μισθ. -Κοτσαν. Που να βγάλουσι γερά γούλοι τους! (Που να βγάλουν πληγές όλοι τους!˙ αρά) Σίλ. -ΔΕΟ || Παροιμ. Έπαρ' το γασ̑αγού σέμα 'ς το στάβλο, το έχ̑' γιαρά το γαϊdούρ' γοτζ̑ουντούζ̑' (Πάρε το ξυστρί, έμπα στο στάβλο, το γαϊδούρι που έχει πληγή ανησυχεί˙ ο υπεύθυνος ή ένοχος για κάτι θεωρεί πως ό,τι λέγεται από άλλους αφορούν αυτόν, όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γιαραλάντημα, πληγή, τραύμα
2. Ειδικότ., στον πληθ., η μολυσματική δερματική ασθένεια πυοφύτης που εκδηλώνεται κυρίως στο κεφάλι των παιδιών Μισθ.
3. Μτφ. ψυχικός πόνος Μισθ. : Σα καργιέ τ'νι μέσ' είχαν νταρίνια ντα γιαράϊα (Στις καρδιές τους μέσα είχαν βαθιές τις πληγές τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ντέρτι