γιαράς
(ουσ. αρσ.)
γιαράς
[ʝaˈras]
Δίλ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ.
γιαρά
[ʝaˈra]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ.
γεράς
[ʝeˈras]
Σίλ.
γερά
[ʝeˈra]
Ποτάμ.
Πληθ.
γιαράδες
[ʝaˈraðes]
Μισθ.
γιαράδια
[ʝaˈraðʝa]
Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
γιαράγια
[ʝaˈraʝa]
Αξ.
γιαράια
[ʝaˈraia]
Μισθ.
γιαράα
[ʝaˈraa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. γιαράς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. yara = πληγή.
1. Πληγή, τραύμα
ό.π.τ.
:
Το κεφάλ' γιόμ' γιαράγια
(Το κεφάλι του είναι γεμάτο πληγές)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τι γιαράδια 'νdαι το έχ' το κορίτσ̑ι;
(Τι πληγέςε ίναι αυτές που έχει το κορίτσι;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Xέκι ντιαρμάν' σου γιαράς
(Βάλε αλοιφή στην πληγή )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απ' ντου φτείρ' τύρπ'σι ντου σώμα μας ούλου· ποίκι ντου γιαράα
(Aπ' την ψείρα τρύπησε το σώμα μας όλο· το έκανε πληγές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γιαρά τζίζτσισίν τα
(Έξυσε την πληγή)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Κακός γιαράς
(Kακό σπυρί˙ η ασθένεια του άνθρακα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
κ͑οτί γιαρά
(Kακή πληγή, πβ. τουρκ. kötü yara = κακή πληγή˙ το ίδιο)
-Κωστ.Α.
Να σε φάει το κ͑οτί γιαρά
(Nα σε φάει το κακό σπυρί˙ Ως κατάρα, να πεθάνεις από άνθρακα)
-Κωστ.Α.
Μη ξύνεις γιαράϊα
(Μην ξύνεις πληγές˙ μην υπενθυμίζεις δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Που να βγάλουσι γερά γούλοι τους!
(Που να βγάλουν πληγές όλοι τους!˙ αρά)
Σίλ.
-ΔΕΟ
|| Παροιμ.
Έπαρ' το γασ̑αγού σέμα 'ς το στάβλο, το έχ̑' γιαρά το γαϊdούρ' γοτζ̑ουντούζ̑'
(Πάρε το ξυστρί, έμπα στο στάβλο, το γαϊδούρι που έχει πληγή ανησυχεί˙ ο υπεύθυνος ή ένοχος για κάτι θεωρεί πως ό,τι λέγεται από άλλους αφορούν αυτόν, όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιαραλάντημα, πληγή, τραύμα
2. Ειδικότ., στον πληθ., η μολυσματική δερματική ασθένεια πυοφύτης που εκδηλώνεται κυρίως στο κεφάλι των παιδιών
Μισθ.
3. Μτφ. ψυχικός πόνος
Μισθ.
:
Σα καργιέ τ'νι μέσ' είχαν νταρίνια ντα γιαράϊα
(Στις καρδιές τους μέσα είχαν βαθιές τις πληγές τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ντέρτι