γιαραλάντημα
(ουσ. ουδ.)
γιαραλάντημα
[ʝaraˈladima]
Μισθ.
Από το αορ. θ. γιαραλαντη- του ρ. γιαραλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ω.