γιαρανλίκι
(ουσ. ουδ.)
γα̈ρα̈ν-νίκι
[ʝæræˈnici]
Αφσάρ.
γιαραν-νίχ̇ι
[ʝaraˈnnïxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yaranlık = αστείο.