ασλανίχι
(ουσ. ουδ.)
ασ̑λανίχ̇ι
[aʃlaˈnixi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. aşlanık, aşlanıh = αστείο.
Αστείο
ό.π.τ.
:
Χα τιδέ είπα σε τ’ αβούτζι αν ασ̑λανίχ̇ι· να ’ούμε π’ ’α με ποίκ’ τεΐ
(Εγώ, λοιπόν, σου είπα ένα τέτοιο αστείο· να δούμε τι θα μου κάνεις)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'γώ χάουτσα, ασλανίχα τεΐ, είπα τα, σύ παλί πιστιψις τα μα;
(Εγώ έτσι, στ' αστεία το είπα, κι εσύ το πίστεψες;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γιαρανλίκι, σακά