ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασλανίχι (ουσ. ουδ.) ασ̑λανίχ̇ι [aʃlaˈnixi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. aşlanık, aşlanıh = αστείο.
Αστείο ό.π.τ. : Χα τιδέ είπα σε τ’ αβούτζι αν ασ̑λανίχ̇ι· να ’ούμε π’ ’α με ποίκ’ τεΐ (Εγώ, λοιπόν, σου είπα ένα τέτοιο αστείο· να δούμε τι θα μου κάνεις) Φάρασ. -Παπαδ. 'γώ χάουτσα, ασλανίχα τεΐ, είπα τα, σύ παλί πιστιψις τα μα; (Εγώ έτσι, στ' αστεία το είπα, κι εσύ το πίστεψες;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιαρανλίκι, σακά