ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άσκωμα (ουσ. ουδ.) άσκουμα [ˈaskuma] Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. Πληθ. ασκώματα [aˈskomata] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. ἄσκωμα = κάτι που φουσκώνει, όπως ασκός, φυσερό, μαστός κ.τ.ο (<αρχ. ἀσκός) με τροπή του άτονου [o] σε [u]. Η λ. ἄσκωμα = κουβάς σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 71).
Κάδος, ασκός, ιδίως ο κουβάς με τον οπ. γίνεται η άντληση του νερού από πηγάδι ό.π.τ. : Βγάλλισκαν ένα άσ̑κουμα νερό (Έβγαζαν έναν κουβά νερό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ντ' άσκουμα τσ̑είδι γιομουμένου μι λερό (Ο κουβάς είναι γεμάτος νερό) Μισθ. -Κοτσαν. Τ' ασ̑κουμαδιού το νερό κόνωνάν το (Το νερό του κουβά το έχυναν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σου πλεβρό κατεβαίνιξι τσ' ένα άσκουμα (Στο πηγάδι κατέβαινε και ένας κουβάς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ