ασκερλής
(ουσ. αρσ.)
ασκερλής
[ascerˈlis]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. ἀσκερλής (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 7.3.2 «βλέπει πλῆθος ἀσκερλήδων ἀλαλαζόντων ἔνδον τῆς αὐλῆς τοῦ πασᾶ»), το οπ. από το ουσ. ασκέρι και το παραγωγ. επίθμ. -λής.