ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκερλής (ουσ. αρσ.) ασκερλής [ascerˈlis] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. ἀσκερλής (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 7.3.2 «βλέπει πλῆθος ἀσκερλήδων ἀλαλαζόντων ἔνδον τῆς αὐλῆς τοῦ πασᾶ»), το οπ. από το ουσ. ασκέρι και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Στρατιώτης : Ασκερλής ποίκεν ένα χρόνος (Έκανε ένα χρόνο στρατιώτης) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ασκέρης