ασκερλίκι
(ουσ. ουδ.)
ασκερλι̂́κ
[ascerˈlɯk]
Ουλαγ.
ασκερλίχ̇ι
[ascerˈlixi]
Φάρασ.
α̈σκα̈ρλίχ̇ι
[æskærˈlixi]
Αφσάρ.
ασκιαρλούχ
[ascarˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. askerlik = στρατιωτική θητεία.
Στρατιωτική θητεία
ό.π.τ.
:
T' άλλο τα ντο μέρα παίνισ̑γκε ντο ασκερλι̂́κ εγίπ
(Tην άλλη μέρα πήγαινε στρατιώτης)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έκανα δυόμιση χρόνια ασκιαρλούχ
(Έκανα δυόμιση χρόνια στρατιωτική θητεία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νταρά γκιοζλαϊζου δου χαρτί να φύου 'ς του ασκιαρλούχ
(Τώρα περιμένω το χαρτί να φύγω για την στρατιωτική μου θητεία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ασκεριά