ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκερλίκι (ουσ. ουδ.) ασκερλι̂́κ [ascerˈlɯk] Ουλαγ. ασκερλίχ̇ι [ascerˈlixi] Φάρασ. α̈σκα̈ρλίχ̇ι [æskærˈlixi] Αφσάρ. ασκιαρλούχ [ascarˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. askerlik = στρατιωτική θητεία.
Στρατιωτική θητεία ό.π.τ. : T' άλλο τα ντο μέρα παίνισ̑γκε ντο ασκερλι̂́κ εγίπ (Tην άλλη μέρα πήγαινε στρατιώτης) Ουλαγ. -Dawk. Έκανα δυόμιση χρόνια ασκιαρλούχ (Έκανα δυόμιση χρόνια στρατιωτική θητεία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νταρά γκιοζλαϊζου δου χαρτί να φύου 'ς του ασκιαρλούχ (Τώρα περιμένω το χαρτί να φύγω για την στρατιωτική μου θητεία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ασκεριά