ασκεριά
(ουσ. θηλ.)
ασκεριά
[asceˈrʝa]
Μισθ., Τσαρικ.
ασκιαριά
[ascaˈrʝa]
Μισθ.
Από το ουσ. ασκέρι, όπου και τύπ. ασκιάρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Στρατός, στρατιωτική θητεία
ό.π.τ.
:
Πήα 'ς ασκεριά
(Πήγα να υπηρετήσω στον στρατό)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Τούρτσ̑' παίριξαν ντα σα ασκιαριά, όταν ντα πήασαν σα ασκιαριά χέκιξαν σα βαριά
(Οι Τούρκοι τους έπαιρναν στον στρατό, όταν τους πήγαιναν στον στρατό τους έβαζαν σε βαριές εργασίες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ασκερλίκι