ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκελήμι (ουσ. ουδ.) ασκελήμι [asceˈlimi] Μισθ. ασκέλημα [aˈscelima] Μισθ. Πληθ. ασκελήμις [asceˈlimis] Μισθ. Από το ουσ. ασκέλισμα, όπου και τύπ. ασκέλημα, αναλογ. βάσει του πληθ. ασκελήματα· πβ. κάψιμο-καψίματα > καψίμι, πβ. ΙΛΝΕ ἀπογδυσίμι, βλαψίμι. Oι τύπ. ασκέλημα, ασκελήμις ως θηλ. πιθ. αναλογ. κατά το ασκελημιά.
1. Βήμα : Aσκέλτσι τρία ασκελήμις (Έκανε τρεις δρασκελιές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ασκέλα
2. Το βήμα ως μονάδα μέτρησης μήκους : Κείνα σ̑ηκώχαν, πήαν άλλα τρία ασκελήμις (Εκείνοι σηκώθηκαν, πήγαν άλλες τρεις δρασκελιές πέρα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Συνών. ασκελημιά, ασκέλισμα