ασιντίζω
(ρ.)
ασ̑ινdίζω
[aʃinˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
ασ̑ίνσα
[aˈʃinsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. aşınmak (αόρ. aşındı) = φθείρομαι λόγω τριβής, διαβρώνομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φθείρομαι λόγω τριβής, αποτρίβομαι