ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασιντίζω (ρ.) ασ̑ινdίζω [aʃinˈdizo] Μαλακ. Αόρ. ασ̑ίνσα [aˈʃinsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. aşınmak (αόρ. aşındı) = φθείρομαι λόγω τριβής, διαβρώνομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φθείρομαι λόγω τριβής, αποτρίβομαι
Τροποποιήθηκε: 14/04/2025