ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασημώνω (ρ.) ασημώνω [asiˈmono] Γούρδ., Ποτάμ. ασ̑ημώνω [aʃiˈmono] Αραβαν. Μτχ. ασημωμένο [asimoˈmeno] Γούρδ. Μεσν. ρ. ἀσημώνω.
1. Προσφέρω ασημένιο νόμισμα ή άλλο ασημένιο αντικείμενο για γούρι ή ως τάμα ό.π.τ. : Χάρισμα λέμε ν’ ασημώσουμ’ τ’ Άι-Μηνά (Τάμα λέμε να ασημώσουμε την εικόνα του Αγίου Μηνά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Ρίχνω ασημένιο νόμισμα στο πρώτο μπάνιο του νεογέννητου ως φιλοδώρημα της μαμμής Αραβαν.