ασαράντωτος
(επίθ.)
ασεράνdωτο
[aseˈrandoto]
Αξ., Μισθ.
ασαράνdετου
[asaˈrandetu]
Μισθ.
ασεράνdωστο
[aseˈrandosto]
Φάρασ.
Θηλ.
ασεράνdωτη
[aseˈrandoti]
Σινασσ.
Από το στερητ. πρόθμ. α- και το αμάρτ. επιθ. *σαραντωτός του ρ. σαραντώνω. Ο τύπ. ασεράνdωστο με επίδρ. του ασαράντιστος.
1. Για λεχώνα που δεν συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό
ό.π.τ.
:
Ετά ναίκα ασεράνdωτο 'ναι
(Αυτή η γυναίκα είναι ασαράντιστη)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
ασαράντιστος
2. Για μωρά, αυτός που δεν έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες ζωής
Μισθ.
:
Ογώ ασαράνdετου σηκούχα
(Εγώ έφυγα πρόσφυγας ασαράντιστο μωρό)
Μισθ.
-VLACH