ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασαράντωτος (επίθ.) ασεράνdωτο [aseˈrandoto] Αξ., Μισθ. ασαράνdετου [asaˈrandetu] Μισθ. ασεράνdωστο [aseˈrandosto] Φάρασ. Θηλ. ασεράνdωτη [aseˈrandoti] Σινασσ. Από το στερητ. πρόθμ. α- και το αμάρτ. επιθ. *σαραντωτός του ρ. σαραντώνω. Ο τύπ. ασεράνdωστο με επίδρ. του ασαράντιστος.
1. Για λεχώνα που δεν συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό ό.π.τ. : Ετά ναίκα ασεράνdωτο 'ναι (Αυτή η γυναίκα είναι ασαράντιστη) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. ασαράντιστος
2. Για μωρά, αυτός που δεν έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες ζωής Μισθ. : Ογώ ασαράνdετου σηκούχα (Εγώ έφυγα πρόσφυγας ασαράντιστο μωρό) Μισθ. -VLACH