ασημιώνας
(επίθ.)
ασημιώνας
[asiˈmɲonas]
Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ.
ασ̑ημιώνας
[aʃiˈmɲonas]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Από το ουσ. ασήμι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ασημένιος, αργυρός
ό.π.τ.
:
Βλεχ̇έρια ασημιώνας
(Ασημένια βραχιόλια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'τουν παίνιξαμ' σου χόρους φόρουναμ' ντ’ ασημιώνας ντ’ ασιρμάγια
(Όταν πηγαίναμε στον χορό φορούσαμε τα ασημένια περιδέραια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ασ̑ημιώνας ψαλίδ' τσινgανιού το μαχαλά δε πουλιέται
(Ασημένιο μαχαίρι στην γειτονιά των γύφτων δεν πουλιέται˙ Κάθε πράγμα έχει την κατάλληλη θέση του)
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γκουμουσώνα