ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασήμι (ουσ. ουδ.) ασήμι [aˈsimi] Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. ασήμ’ [aˈsim] Γούρδ., Μισθ. ασ̑ήμ’ [aˈʃim] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ἀσήμιον, υποκορ. του αρχ. επιθ. ἄσημος = ασφράγιστος.
Ασήμι, πολύτιμο μέταλλο με λευκό χρώμα ό.π.τ. : Τα δυό αδέλφια που πήανε σο βουνό και 'ίνανε ασήμι (Τα δυο αδέλφια που πήγανε στο βουνό και έγιναν ασήμι) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Ασμ. Ένι τ’ αλέτρι του χρυσό, ζυγός του σαν ασήμι (Είναι το αλέτρι του χρυσό και ο ζυγός του σαν ασήμι) Τελμ. Δεν δίνω ’γω την κάγια μ’, την κάγια μ’ καρφουμένονε,
στ’ ασήμι βουτηγμένονε
(Δεν δίνω εγώ την κορώνα μου (του νυφικού πέπλου), την κορώνα μου καρφωμένη,
στο ασήμι βουτηγμένη)
Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. γκουμούσι