ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασιλαμάς (ουσ. αρσ.) ασ̑ιλαμάς [aʃilaˈmas] Φάρασ. ασ̑'λαμάς [aʃlaˈmas] Αφσάρ. ασ'λαμά [aslaˈma ] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. aşılama = α) εμβολιασμός β) μπόλιασμα γ) μπολιασμένο δέντρο.
1. Εμβολιασμός Σινασσ.
2. Μπολιασμένο δέντρο ό.π.τ.