ασιλαμάς
(ουσ. αρσ.)
ασ̑ιλαμάς
[aʃilaˈmas]
Φάρασ.
ασ̑'λαμάς
[aʃlaˈmas]
Αφσάρ.
ασ'λαμά
[aslaˈma ]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. aşılama = α) εμβολιασμός β) μπόλιασμα γ) μπολιασμένο δέντρο.
1. Εμβολιασμός
Σινασσ.
2. Μπολιασμένο δέντρο
ό.π.τ.