ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασιρτίζω (ρ.) ασ̑ι̂ρτίζω [aʃɯrˈtizo] Μαλακ. ασ̑ουρτίζου [aʃurˈtizu] Φάρασ. Αόρ. ασ̑ύρσα [aˈʃirsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. aşırmak (αόρ. aşırdı) = α) δρασκελίζω, υπερπηδώ, β) κλέβω, υπεξαιρώ γ) ξεφορτώνομαι κάτι δ) διαφεύγω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δρασκελίζω, υπερπηδώ Μαλακ.
2. Υποκλέπτω Μαλακ., Φάρασ.
3. Χάνω κάτι από τον ορίζοντα Φάρασ. Πβ. γαϊπώνω, χάνω