ασιρτίζω
(ρ.)
ασ̑ι̂ρτίζω
[aʃɯrˈtizo]
Μαλακ.
ασ̑ουρτίζου
[aʃurˈtizu]
Φάρασ.
Αόρ.
ασ̑ύρσα
[aˈʃirsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. aşırmak (αόρ. aşırdı) = α) δρασκελίζω, υπερπηδώ, β) κλέβω, υπεξαιρώ γ) ξεφορτώνομαι κάτι δ) διαφεύγω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δρασκελίζω, υπερπηδώ
Μαλακ.
2. Υποκλέπτω
Μαλακ., Φάρασ.