ασκέλα
(ουσ. θηλ.)
ασκέλα
[aˈscela]
Ανακ.
ασ̑έλα
[aˈʃela]
Τσουχούρ.
Aπό το ρ. διασκελίζω, όπου και τύπ. ασκελώ υποχωρητ. Βλ. ΙΛΝΕ λ. διασκέλα.