ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκέλα (ουσ. θηλ.) ασκέλα [aˈscela] Ανακ. ασ̑έλα [aˈʃela] Τσουχούρ. Aπό το ρ. διασκελίζω, όπου και τύπ. ασκελώ υποχωρητ. Βλ. ΙΛΝΕ λ. διασκέλα.
Βήμα ό.π.τ. : Ταβρηθείτι τσ̑ίπ σας 'π' έν' ασ̑έλα ξωπίσου (Τραβηχτείτε όλοι σας από ένα βήμα πίσω) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ασκελήμι, ασκελημιά, ασκέλισμα, αχνάρι, σκέλι