σκέλι
(ουσ. ουδ.)
σ̑έλι
[ˈʃeli]
Φάρασ.
Πληθ.
σκέλη
[ˈsceli]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. σκέλι, το οπ. από τον πληθ. σκέλη του αρχ. ουσ. σκέλος που ομοηχεί με τα ουδ. σε -ι και αναλογ. προς το ουσ. πόδι (βλ. Λεξ. Κριαρ.) ή ως υποχωρητικός σχηματ. από το ρ. σκελίζω.
Βήμα
Φάρασ.