σκέπασμα
(ουσ. ουδ.)
σκέπασμα
[ˈscepazma]
Γούρδ.
Αρχ. ουσ. σκέπασμα.
Το σκέπασμα
Γούρδ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024